- θεοεπής
- θεο-επής, ές, (ἔπος)A = θεσπέσιος, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεοεπής — θεοεπής, ές (Α) θεσπέσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + επής (< έπος), πρβλ. α μετρο επής, καλλι επής] … Dictionary of Greek
θεοεπεῖς — θεοεπής masc/fem acc pl θεοεπής masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek